- μερικεύω
- (Μ μερικεύω) [μερικός]εξειδικεύωνεοελλ.εξετάζω ένα γενικό ζήτημα σε ένα ή σε μερικά μόνο σημεία του, περιορίζωμσν.αφηγούμαι λεπτομερώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερικεύω — μερίκευσα, εξειδικεύω ένα θέμα, το περιορίζω σε ορισμένα μόνο σημεία: Μερίκευσε την πολιτική κρίση μόνο στα οικονομικά προβλήματα της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερικεύει — μερικεύω make pres ind mp 2nd sg μερικεύω make pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικεύουσι — μερικεύω make pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μερικεύω make pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικεῦσαι — μερικεύω make aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικεῦσαν — μερικεύω make aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικεύεται — μερικεύω make pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικεύων — μερικεύω make pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμερικεύθη — μερικεύω make aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμερίκευσε — μερικεύω make aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμερίκευσεν — μερικεύω make aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)